-
1 новолуние
η νέα Σελήνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > новолуние
-
2 новолуние
-
3 месяц
месяцм1. (календарный) ὁ μήνας, ὁ μήν:в мае \месяце τόν Μἀη, τόν Μάϊο μήνα· ка́ждый \месяц κάθε μήνα· прошлый \месяц τόν περασμένο μήνα· \месяц тому́ назад πρό ἐνός μηνός· бу́дущий \месяц ὁ προσεχής (или ὁ ἐπόμενος) μήνας·2. (луна) ἡ σελήνη, τό φεγγάρι:молодой \месяц ἡ νέα σελήνη, τό καινούργιο φεγγάρι· ◊ медовый \месяц ὁ μήνας τοῦ μέλιτος. -
4 молодой
επ., βρ: молод, молода, молодо; моложе.1. νέος, νιος, νεαρός•молодой парень νεαρό παλικάρι•
-ое поколение η νέα γενιά•
-бе дерево δεντράκι.
2. καινούριος•молодой месяц καινούριο φεγγάρι, νέα σελήνη•
молодой картофель οι φρέσκες πατάτες (καινούριας σοδειάς)•
-ое вино νέο (φετινό) κρασί.
3. ουσ. πλθ. -ые βλ. молодожны.εκφρ.молодой человек – (κλήση) νεαρέ•из -ых, да ранний – από μικρός, από τα μικράτα, παιδιόθεν (κυρίως με αρνητική! σημασία)•молодо-зелно – (απλ.) άπειρο (ανώριμο) παιδί. -
5 молодой
молод||ой1. прил νέος, νεαρός:\молодойόε дерево τό δεντράκι· \молодой картофель ἡ φρέσκια πατάτα· \молодой месяц τό νέο φεγγάρι, ἡ νέα σελήνη· \молодойое виио́ τό καινούργιο κρασί·2. м уст. разг ὁ νεόνυμφος, ὁ νιόπαντρος· ◊ мо́лодо-зелеио εἶναι ἀγουρο τό μυαλό του. -
6 новолуние
новолуниес ἡ νέα σελήνη, τό καινούργιο φεγγάρι, ἡ νουμηνία. -
7 новолуние
[ναβαλούνιιε] ουσ. ο. νέα σελήνη -
8 новолуние
[ναβαλούνιιε] ουσ ο νέα σελήνη -
9 новолуние
-я ουδ.νουμηνία, νέα σελήνη, καινούριο φεγγάρι νέος σεληνιακός μήνας. || το πιάσιμο του φεγγαριού.
См. также в других словарях:
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
καλένδες — Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην αρχαία Ρώμη, που πήρε την ονομασία της εξαιτίας μιας τελετουργικής διακήρυξης (calatio), η οποία γινόταν την ημέρα αυτή. Η τελετή αυτή είχε την προέλευσή της σε χρόνους παλαιότερους από τη δημιουργία ενός ηλιακού… … Dictionary of Greek
ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… … Dictionary of Greek
νεόμηνος — νεόμηνος, ἡ (Α) φρ. «νεόμηνος σελήνη» η νέα σελήνη, το νέο φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + μήνη «σελήνη»] … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
μεσοσέληνον — μεσοσέληνον, τὸ (Α) η νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σελήνη] … Dictionary of Greek
πρωτοφαής — ές, Α 1. αυτός που μόλις αρχίζει να λάμπει, να φέγγει 2. φρ. «πρωτοφαὴς σελήνη» η νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φαής (< φᾶος), πρβλ. χρυσο φαής] … Dictionary of Greek
τετραγωνισμός — Στη στοιχειώδη γεωμετρία σημαίνει την κατασκευή ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοθέντος σχήματος. Νοείται ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα πρέπει να λύνεται με τα μόνα μέσα που διαθέτει η στοιχειώδης γεωμετρία, δηλαδή με τον κανόνα και… … Dictionary of Greek
αλλαξοφεγγαριά — η 1. νέα σελήνη, νουμηνία 2. η αλλαγή σελήνης, το πέρασμα τού φεγγαριού από το ένα τέταρτο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φεγγάρι] … Dictionary of Greek